- μελετιανός
- και μελιτιανός, -ή, -ό (Μ μελετιανός, -ή, -όν) [Μελέτιος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχισματικό επίσκοπο Λυκοπόλεως τής Αιγύπτου Μελέτιο ή Μελίτιο («μελετιανό σχίσμα»)νεοελλ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Μελετιανοί και Μελιτιανοίαυτοί που ασπάστηκαν τις αιρετικές δοξασίες τού επισκόπου Μελετίου.
Dictionary of Greek. 2013.